- μικροπαντρεύω
- 1. (για γονείς) παντρεύω τον γιο ή την κόρη μου σε νεαρή ηλικία2. (συν. το μέσ.) μικροπαντρεύομαιπαντρεύομαι σε μικρή ηλικία3. παροιμ. «ή μικρός μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου» ή «που μικροπαντρευτεί ποτές δε μετανοιώνει» — λέγονται σε περιπτώσεις επιδοκιμασίας τού γάμου σε μικρή ηλικία.
Dictionary of Greek. 2013.